- τεσσάρα
- η четвёрка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τεσσάρα — η, Ν 1. σύνολο από τέσσερεις όμοιες μονάδες, τετράδα 2. μτφ. (στον στρατό ή στο σχολείο) τιμωρία τεσσάρων ημερών («πήρε μια τεσσάρα γιατί τσακώθηκε») 3. στον πληθ. οι τεσσάρες (στο τάβλι) η περίπτωση που και τα δύο ζάρια δείχνουν από τέσσερα… … Dictionary of Greek
τεσσάρα — η 1.η τετράδα. 2. ποινή τεσσάρων ημερών στο στρατό: Έφαγε μια τεσσάρα. 3. στον πληθ., τεσσάρες, οι όταν δύο ζάρια δείχνουν το καθένα τον αριθμό 4, ντόρτια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τέσσαρα — Ν βλ. τέσσερεις … Dictionary of Greek
τέσσαρα — τέσσαρες four neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέσσαρες — τέσσαρα, ΝΜΑ άκλ. (λόγιος τ.) (απόλ. αριθμτ.) βλ. τέσσερεις … Dictionary of Greek
τεσσαράκονθ' — τεσσαρά̱κοντα , τεσσαράκοντα forty indeclform (numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεσσαράκοντ' — τεσσαρά̱κοντα , τεσσαράκοντα forty indeclform (numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεσσαράκοντα — τεσσαρά̱κοντα , τεσσαράκοντα forty indeclform (numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέσσαρ' — τέσσαρα , τέσσαρες four neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέσσερεις — τέσσερα / τέσσαρες, τέσσαρα, ΝΜΑ, και τέσσαροι και τέσσεροι, ες, α και λόγιος τ. τέσσαρες, τέσσαρα Ν, και αττ. τ. τέτταρες, τέτταρα και ιων. τ. τέσσερες, τέσσερα και δωρ. τ. τέτορες, τέτορα και επικ. και πιθ. αιολ. τ. πίσυρες και αιολ. τ. πέσυρες … Dictionary of Greek
Yahweh — For information about Yahweh, see God in Abrahamic religions, which provides useful links. Yahweh is an English transliteration of he. יַהְוֶה a 19th century proposed punctuation of he. יהוה (the Tetragrammaton), which is the distinctive personal … Wikipedia